ολβοδοτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀλβοδοτήρ]], -ήρος, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότειρα]] (Α)<br />αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[ὀλβοδοτήρ]], -ήρος, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότειρα]] (Α)<br />αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[πλουτοδοτήρ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek Monolingual
ὀλβοδοτήρ, -ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α)
αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδοτήρ.