ὀλαιμεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olaimeys
|Transliteration C=olaimeys
|Beta Code=o)laimeu/s
|Beta Code=o)laimeu/s
|Definition=ὁ (<b class="b3">τὸ</b> cod.) <b class="b3">τὰς ὀλὰς βάλλων</b>, Id. ὀλαιτοί· <span class=foreign>σπερμολόγοι, καὶ ὀλατοί, Id., cf. Orusap.<span class="bibl"><span class="title">EM</span>622.9</span>, Phot. ϝόλαμος (written <b class="b3">γόλ-</b>) <b class="b3">· διωγμός</b>, Hsch. (cf. [[οὐλαμός]]).
|Definition=ὁ (τὸ cod.) <b class="b3">τὰς ὀλὰς βάλλων</b>, Id. ὀλαιτοί· σπερμολόγοι, καὶ ὀλατοί, Id., cf. Orusap.''EM''622.9, Phot. ϝόλαμος (written <b class="b3">γόλ-</b>)· διωγμός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (cf. [[οὐλαμός]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλαιμεύς]], ο (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰς ὀλὰς βάλλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]] οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε <i>ὀλαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χο</i>&GT; <i>εύς</i>].
|mltxt=[[ὀλαιμεύς]], ο (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰς ὀλὰς βάλλων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]] οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε <i>ὀλαι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χο</i>> <i>εύς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλαιμεύς Medium diacritics: ὀλαιμεύς Low diacritics: ολαιμεύς Capitals: ΟΛΑΙΜΕΥΣ
Transliteration A: olaimeús Transliteration B: olaimeus Transliteration C: olaimeys Beta Code: o)laimeu/s

English (LSJ)

ὁ (τὸ cod.) τὰς ὀλὰς βάλλων, Id. ὀλαιτοί· σπερμολόγοι, καὶ ὀλατοί, Id., cf. Orusap.EM622.9, Phot. ϝόλαμος (written γόλ-)· διωγμός, Hsch. (cf. οὐλαμός).

Greek Monolingual

ὀλαιμεύς, ο (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰς ὀλὰς βάλλων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ὀλαί / οὐλαί οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε ὀλαι < χο> εύς].