ολιγαρκής: Difference between revisions
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), | |mltxt=-ές (Α [[ὀλιγαρκής]], -ές)<br />αυτός που αρκείται στα [[λίγα]], που ικανοποιείται με τα [[λίγα]] και δεν επιζητεί τα [[πολλά]], [[λιτός]] («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη [[φτώχεια]]», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀλιγαρκές</i><br />η [[ολιγάρκεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀλιγαρκῶς</i> (Α)<br />με [[ολιγάρκεια]], με [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀρκῶ</i>), [[πρβλ]]. [[πολυαρκής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ές (Α ὀλιγαρκής, -ές)
αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές
η ολιγάρκεια.
επίρρ...
ὀλιγαρκῶς (Α)
με ολιγάρκεια, με λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. πολυαρκής].