ολονύχτιος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ολονύκτιος]] -α, -ο (ΑΜ [[ὁλονύκτιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλονυκτιον</i><br />[[ολονυχτίς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολονυχτίως</i> και <i>ολονυκτίως</i><br />καθ' όλη τη [[νύχτα]], [[ολονυχτίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ὁλο</i>-[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>), | |mltxt=και [[ολονύκτιος]] -α, -ο (ΑΜ [[ὁλονύκτιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί όλη τη [[νύχτα]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁλονυκτιον</i><br />[[ολονυχτίς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολονυχτίως</i> και <i>ολονυκτίως</i><br />καθ' όλη τη [[νύχτα]], [[ολονυχτίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Ὁλο</i>-[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>), [[πρβλ]]. [[μεσονύκτιος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2021
Greek Monolingual
και ολονύκτιος -α, -ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, -ον)
αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ὁλονυκτιον
ολονυχτίς.
επίρρ...
ολονυχτίως και ολονυκτίως
καθ' όλη τη νύχτα, ολονυχτίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ὁλο-νύκτιος < ὁλ(ο)- + -νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. μεσονύκτιος.