οξύθηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύθηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για όπλα) ο ακονισμένος [[οξέως]], αυτός που έχει αιχμηρή [[κόψη]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> αυτός που κεντρίζεται [[βαθιά]] από [[πάθος]], [[εμμανής]], εξαγριωμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυθήκτως]] (Α)<br />με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με [[μανία]], με [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτό</i>-<i>θηκτος</i>].
|mltxt=[[ὀξύθηκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για όπλα) ο ακονισμένος [[οξέως]], αυτός που έχει αιχμηρή [[κόψη]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> αυτός που κεντρίζεται [[βαθιά]] από [[πάθος]], [[εμμανής]], εξαγριωμένος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὀξυθήκτως]] (Α)<br />με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με [[μανία]], με [[πάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]), [[πρβλ]]. [[αυτόθηκτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀξύθηκτος, -ον (Α)
1. (για όπλα) ο ακονισμένος οξέως, αυτός που έχει αιχμηρή κόψη, κοφτερός
2. (για πρόσ.) μτφ. αυτός που κεντρίζεται βαθιά από πάθος, εμμανής, εξαγριωμένος.
επίρρ...
ὀξυθήκτως (Α)
με οξύθηκτο, αιχμηρό τρόπο ή εξαγριωμένα, με μανία, με πάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -θηκτος (< θήγω), πρβλ. αυτόθηκτος].