ὀργανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(29)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀργανίζω]])<br />[[οργανώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] του ρήματος [[ὀργανίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄργανον]]) [[είναι]] αμφίβολη (<b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[οργανίζω]], <i>κατ</i>-[[οργανίζω]]). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: [[οργανιστής]], [[οργανιστός]], [[οργανισμός]]].
|mltxt=(Α [[ὀργανίζω]])<br />[[οργανώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μαρτυρία]] του ρήματος [[ὀργανίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὄργανον]]) [[είναι]] αμφίβολη ([[πρβλ]]. [[διοργανίζω]], [[κατοργανίζω]]). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: [[οργανιστής]], [[οργανιστός]], [[οργανισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 368] = ὀργανόω, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργανίζω: ὀργανόω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.

Greek Monolingual

ὀργανίζω)
οργανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία του ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. διοργανίζω, κατοργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός].