κατοργανίζω
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
sound with music through, τῆς ἐρημίας AP9.264 (Apollonid. or Phil.).
German (Pape)
[Seite 1404] τῆς ἐρημίας, die Einsamkeit durch Gesang und Spiel (auf Instrumenten, ὄργανα) erheitern, Apollonds. 25 (IX, 264).
French (Bailly abrégé)
charmer par le jeu ou les accords d'un instrument.
Étymologie: κατά, ὄργανον.
Russian (Dvoretsky)
κατοργᾰνίζω: оглашать пением (τέττιξ κατωργάνιζε τῆς ἐρημίας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κατοργᾰνίζω: παίζω μουσικὸν ὄργανον, τέττιξ… αὐτουργῷ μέλει ἡδὺς κατωργάνιζε τῆς ἐρημίας, διὰ τοῦ ᾄσματος, ὡς διὰ μουσικοῦ ὀργάνου τὴν ἐρημίαν (μοναξιὰν) διεσκέδαζεν, Ἀνθ. Π. 9. 264.
Greek Monolingual
κατοργανίζω (Α)
διαχέω μουσική σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οργανίζω (< ὄργανον), πρβλ. δι -οργανίζω].
Greek Monotonic
κατοργᾰνίζω: αντηχώ εξ ολοκλήρου με μουσική, σε Ανθ.