οπόσε: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(29) |
(3b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁπόσε]], επικ. τ. [[ὁππόσε]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> όποι, [[προς]] ποιο [[μέρος]], πού<br /><b>2.</b> [[προς]] όποιο [[μέρος]], όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αναφ. επίρρ. [[ὁπόσε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και το ερωτ. επίρρ. [[πόσε]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>)]. | |mltxt=[[ὁπόσε]], επικ. τ. [[ὁππόσε]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> όποι, [[προς]] ποιο [[μέρος]], πού<br /><b>2.</b> [[προς]] όποιο [[μέρος]], όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αναφ. επίρρ. [[ὁπόσε]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και το ερωτ. επίρρ. [[πόσε]] (<b>πρβλ.</b> [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὅπως]] <span style="color: red;"><</span> <i>πῶς</i> <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οπόσε:''' эп. [[ὁππόσε]] Hom., HH = [[ὅποι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 01:00, 1 January 2019
Greek Monolingual
ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ.
1. όποι, προς ποιο μέρος, πού
2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόσε (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].