ὁπόσε

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπόσε Medium diacritics: ὁπόσε Low diacritics: οπόσε Capitals: ΟΠΟΣΕ
Transliteration A: hopóse Transliteration B: hopose Transliteration C: opose Beta Code: o(po/se

English (LSJ)

Ep. ὁππόσε, poet. for ὅποι, Od.14.139, but f.l. in h.Ap.209.

German (Pape)

[Seite 362] ep. ὁππόσε, correl. zu πόσε, poet, = ὅποι, wohin; Od. 14, 139; H. h. Apoll. 209.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπόσε: Ἐπικ. ὁππόσε, ποιητ. ἀντὶ ὅποι, Ὀδ. Ξ. 139, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 209.

Greek Monolingual

ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ.
1. όποι, προς ποιο μέρος, πού
2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφ. αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόσε (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].

Greek Monotonic

ὁπόσε: Επικ. ὁππόσε, ποιητ. αντί ὅποι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

poet. for ὅποι, Od.]