ὁπόσε
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
Ep. ὁππόσε, poet. for ὅποι, Od.14.139, but f.l. in h.Ap.209.
German (Pape)
[Seite 362] ep. ὁππόσε, correl. zu πόσε, poet, = ὅποι, wohin; Od. 14, 139; H. h. Apoll. 209.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπόσε: Ἐπικ. ὁππόσε, ποιητ. ἀντὶ ὅποι, Ὀδ. Ξ. 139, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 209.
Greek Monolingual
ὁπόσε, επικ. τ. ὁππόσε (Α)
(ποιητ. τ.) επίρρ.
1. όποι, προς ποιο μέρος, πού
2. προς όποιο μέρος, όπου («ὁππόσ' ἐπέλθω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὁπόσε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. πόσε (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ὁπόσε: Επικ. ὁππόσε, ποιητ. αντί ὅποι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
poet. for ὅποι, Od.]