πόσε
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
Adv. whither? πόσε φεύγετε; Il.16.422, Od.6.199; πόσ' ἴμεν; 10.431:—Ep. for later ποῖ.
German (Pape)
[Seite 687] adv., wohin? πόσε φεύγετε; ll. 16, 422 Od. 6, 199; πόσ' ἴμεν, 10, 431.
French (Bailly abrégé)
adv. interr.
vers quel endroit ?
Étymologie: *πός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόσε, ep. ποῖ [ποῦ] adv. μ waarheen?
Russian (Dvoretsky)
πόσε: adv. куда: στῆτέ μοι, π. φεύγετε; Hom. остановитесь же, куда вы бежите?
Greek (Liddell-Scott)
πόσε: Ἐπίρρ., πρὸς ποῖον μέρος; πόσε φεύγετε; Ἰλ. Π. 422, Ὀδ. Ζ. 199· πόσ’ ἴμεν; Ὀδ. Κ. 431· ― ποῖ; ἦτο συνηθέστερον ἐν τῇ κοινῇ γλώσσῃ.
English (Autenrieth)
interrog. adv., whether?
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς ποιο μέρος, προς τα πού; («αἰδώς, ὦ Λύκιοι, πόσε φεύγετε;» Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θέμα τών ερωτηματικών αντωνυμιών και επιρρμ. πο- με δυσερμήνευτη κατάλ. -σε (βλ. λ. πο-)].
Greek Monotonic
πόσε: επίρρ., = ποῖ, προς ποιο μέρος; σε Όμηρ.