ὀρθοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(29)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthokefalos
|Transliteration C=orthokefalos
|Beta Code=o)rqoke/falos
|Beta Code=o)rqoke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with head erect</b>, Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[ὀρθοκραιράων]].</span>
|Definition=ὀρθοκέφαλον, [[with head erect]], Apollon.''Lex.'' [[sub verbo|s.v.]] [[ὀρθοκραιράων]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρθοκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από [[ορθοκεφαλία]], δηλ. που έχει [[μέσο]] βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[οξυκέφαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοκέφᾰλος Medium diacritics: ὀρθοκέφαλος Low diacritics: ορθοκέφαλος Capitals: ΟΡΘΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: orthoképhalos Transliteration B: orthokephalos Transliteration C: orthokefalos Beta Code: o)rqoke/falos

English (LSJ)

ὀρθοκέφαλον, with head erect, Apollon.Lex. s.v. ὀρθοκραιράων.

German (Pape)

[Seite 374] mit aufrechtem Kopfe, Eust. und Apoll. L. H., Erkl. von ὀρθόκραιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κεφαλὴν ὠρθωμένην, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. ὀρθόκραιρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀρθοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους της κεφαλής ή του κρανίου
αρχ.
αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυκέφαλος.