ορθρινός: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρθρινός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην [[αυγή]] («τ' ορθρινό του [[τραγούδι]] το [[πουλί]] με τη [[φωνή]] του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθρινό</i><br />το [[εγερτήριο]] [[σάλπισμα]] («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό [[κανένας]] πεθαμένος», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀρθρινά</i><br />[[κατά]] την [[αυγή]], [[κατά]] τα χαράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εωθ</i>-<i>ινός</i>, <i>μεσημβρ</i>-<i>ινός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀρθρινός]], -ή, -όν)<br />αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην [[αυγή]] («τ' ορθρινό του [[τραγούδι]] το [[πουλί]] με τη [[φωνή]] του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθρινό</i><br />το [[εγερτήριο]] [[σάλπισμα]] («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό [[κανένας]] πεθαμένος», Γρυπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὀρθρινά</i><br />[[κατά]] την [[αυγή]], [[κατά]] τα χαράματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρθρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>πρβλ.</b> [[εωθινός]], [[μεσημβρινός]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθρινός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή («τ' ορθρινό του τραγούδι το πουλί με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει», Παλαμ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθρινό
το εγερτήριο σάλπισμα («μα δεν ξυπνάει στο ορθρινό κανένας πεθαμένος», Γρυπ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀρθρινά
κατά την αυγή, κατά τα χαράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + κατάλ. -ινός (πρβλ. εωθινός, μεσημβρινός)].