εωθινός
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἑωθινός, -ὸν) ἕωθεν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εωθινό
α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα
β) εμβατήριο που σαλπίζεται στους δρόμους από στρατιωτικούς σαλπιγκτές τα πρωινά ορισμένων εθνικών εορτών
νεοελλ.-μσν.
1. φρ. α) «εωθινά τροπάρια» — τα τροπάρια που ψάλλονται στην εκκλησία κατά το τέλος του όρθρου και πριν από τη μεγάλη δοξολογία
β) «εωθινό ευαγγέλιο» — η ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κατά τον όρθρο της Κυριακής, το πρώτο ευαγγέλιο
2. το αρσ. ως ουσ. ο εωθινός
η ακολουθία του εωθινού, ο όρθρος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑωθινόν
τροπάριο που ψάλλεται στο τέλος τών αίνων
αρχ.
1. ανατολικός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑωθινόν
κατά το πρωί, νωρίς-νωρίς
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑωθινή
το πρωί
4. α. παροιμ. φρ. «ἑωθιναὶ δίκαι» — οι υποθέσεις που εκδικάζονταν γρήγορα
β. φρ. «προσειπεῖν τὸ ἑωθινόν» — το να απευθύνει κάποιος τον πρωινό χαιρετισμό, την καλημέρα.