οροφώ: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(29)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) [[οροφή]] / <i>όροφος]]<br />[[επικαλύπτω]] κάποιον χώρο με [[οροφή]], [[στεγάζω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]] («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επικαλύπτω]], [[επιστεγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] οροφής, στέγης.
|mltxt=(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) [[οροφή]] / <i>όροφος]]<br />[[επικαλύπτω]] κάποιον χώρο με [[οροφή]], [[στεγάζω]], [[σκεπάζω]], [[ταβανώνω]] («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επικαλύπτω]], [[επιστεγάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] το [[σχήμα]] οροφής, στέγης.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) οροφή / όροφος]]
επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῖς», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω
αρχ.
δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης.