οσμηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[τολμηρός]]). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].