πανιώνιος: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(30) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[πανιώνιος]], -ία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους [[Ίωνες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / [[πανιώνιος]], -ία, -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους [[Ίωνες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[Πανιώνιον]]<br />[[ιερό]] [[άλσος]] στους [[πρόποδες]] του όρους Μυκάλη στην Ιωνία, στο οποίο υπήρχε και [[ναός]] του Ελικωνίου Ποσειδώνος, όπου συνερχόταν το [[συνέδριο]] τών πληρεξουσίων τών [[δώδεκα]] ιωνικών [[πόλεων]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Πανιώνια</i><br />(ενν. <i>ιερά</i>) [[εορτή]] που τελούσαν όλοι οι [[Ίωνες]] σε συνδυασμό με γυμνικούς αγώνες [[προς]] τιμήν του Ποσειδώνος στο [[ιερό]] [[άλσος]] [[Πανιώνιον]] της Μυκάλης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[Πανιώνιος]]<br />α) [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος<br />β) [[προσωνυμία]] του αυτοκράτορα Αδριανού<br />γ) [[είδος]] αμφορέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>Ἴωνες</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο / πανιώνιος, -ία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Ίωνες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Πανιώνιον
ιερό άλσος στους πρόποδες του όρους Μυκάλη στην Ιωνία, στο οποίο υπήρχε και ναός του Ελικωνίου Ποσειδώνος, όπου συνερχόταν το συνέδριο τών πληρεξουσίων τών δώδεκα ιωνικών πόλεων
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πανιώνια
(ενν. ιερά) εορτή που τελούσαν όλοι οι Ίωνες σε συνδυασμό με γυμνικούς αγώνες προς τιμήν του Ποσειδώνος στο ιερό άλσος Πανιώνιον της Μυκάλης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο Πανιώνιος
α) προσωνυμία του Απόλλωνος
β) προσωνυμία του αυτοκράτορα Αδριανού
γ) είδος αμφορέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + Ἴωνες].