παντοκράτορας: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(30) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παντοκράτωρ]], ο / ΑΜ [[παντοκράτωρ]], -ορος, Α θηλ. [[παντοκράτειρα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα [[πάντα]], ο [[παντοδύναμος]] («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεὸν [[πατέρα]] παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Παντοκράτορας</i><br />ο Παντοδύναμος, ο | |mltxt=παντοκράτορας και [[παντοκράτωρ]], ο / ΑΜ [[παντοκράτωρ]], -ορος, Α θηλ. [[παντοκράτειρα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα [[πάντα]], ο [[παντοδύναμος]] («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεὸν [[πατέρα]] παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Παντοκράτορας</i><br />ο Παντοδύναμος, ο Θεός·]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παράσταση]] του Ιησού Χριστού στον [[τρούλλο]] τών χριστιανικών ναών, ως εξουσιαστή τών πάντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]](<b>βλ. λ.</b> [[αυτοκράτωρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 17 May 2023
Greek Monolingual
παντοκράτορας και παντοκράτωρ, ο / ΑΜ παντοκράτωρ, -ορος, Α θηλ. παντοκράτειρα, ΝΜΑ
1. αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα πάντα, ο παντοδύναμος («πιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν πατέρα παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)
2. ως κύριο όν. ο Παντοκράτορας
ο Παντοδύναμος, ο Θεός·]
νεοελλ.
η παράσταση του Ιησού Χριστού στον τρούλλο τών χριστιανικών ναών, ως εξουσιαστή τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -κράτωρ(βλ. λ. αυτοκράτωρ)].