παραλήπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(31)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=παραλήπτης
|Medium diacritics=παραλήπτης
|Low diacritics=παραλήπτης
|Capitals=ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
|Transliteration A=paralḗptēs
|Transliteration B=paralēptēs
|Transliteration C=paraliptis
|Beta Code=paralh/pths
|Definition=later [[παραλήμπτης]], παραλήπτου, ὁ, [[receiver]] of dues, ''Peripl. M.Rubr.'' 19, OGI 202.4 (Egypt, i BC/i AD), BGU 381.1 (ii/iii AD); [[παραλήπτης σίτου]] = [[receiver]] of soldiers' [[allowance]]s, Ostr. 1135, al. (iii AD).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ὁ, [[Empfänger]], Arr. peripl. 1 p. 11.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:30, 14 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλήπτης Medium diacritics: παραλήπτης Low diacritics: παραλήπτης Capitals: ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
Transliteration A: paralḗptēs Transliteration B: paralēptēs Transliteration C: paraliptis Beta Code: paralh/pths

English (LSJ)

later παραλήμπτης, παραλήπτου, ὁ, receiver of dues, Peripl. M.Rubr. 19, OGI 202.4 (Egypt, i BC/i AD), BGU 381.1 (ii/iii AD); παραλήπτης σίτου = receiver of soldiers' allowances, Ostr. 1135, al. (iii AD).

German (Pape)

[Seite 487] ὁ, Empfänger, Arr. peripl. 1 p. 11.

Greek (Liddell-Scott)

παραλήπτης: ἢ -λήμπτης, ου, ὁ, ὁ παραλαμβάνων τοὺς φόρους, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 5075, πρβλ. Franz σ. 320· - π. σίτου, ὁ παραλαμβάνων τὰς μερίδας στρατιωτῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5109. 1.

Greek Monolingual

ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ παραλαμβάνω
νεοελλ.
αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που του δίνουν ή που προορίζεται γι' αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής»)
αρχ.
1. άτομο που εισπράττει τους φόρους
2. φρ. «παραλήπτης σίτου» — άτομο επιφορτισμένο να παραλαμβάνει το συσσίτιο τών στρατιωτών.