παρωτίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(31)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />λοιμώδες μεταδοτικό [[νόσημα]] που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια [[εντόπιση]] την [[παρωτίδα]] [[αλλά]] και, σπανιότερα, το [[πάγκρεας]], τις μήνιγγες, τους όρχεις, το [[ακουστικό]] ή το οπτικό [[νεύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>parotitis</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρωτίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίτις</i> / -<i>ίτιδα</i>].
|mltxt=η<br />λοιμώδες μεταδοτικό [[νόσημα]] που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια [[εντόπιση]] την [[παρωτίδα]] [[αλλά]] και, σπανιότερα, το [[πάγκρεας]], τις μήνιγγες, τους όρχεις, το [[ακουστικό]] ή το οπτικό [[νεύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>parotitis</i> <span style="color: red;"><</span> [[παρωτίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίτις</i> / -<i>ίτιδα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:13, 1 March 2024

Greek Monolingual

η
λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια εντόπιση την παρωτίδα αλλά και, σπανιότερα, το πάγκρεας, τις μήνιγγες, τους όρχεις, το ακουστικό ή το οπτικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parotitis < παρωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα].