παρωτίδα

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

η / παρωτίς, -ίδος, ΝΜΑ
ο μεγαλύτερος από τους σιαλογόνους αδένες, που βρίσκεται εμπρός από το πτερύγιο του αφτιού και πίσω από τον ανιόντα κλάδο του οστού της κάτω γνάθου στα δύο πλάγια του προσώπου
μσν.-αρχ.
λοιμώδης φλεγμονή της παρωτίδας, η παρωτίτιδα
αρχ.
1. ο λοβός του αφτιού
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα στο άκρο του υπερθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωτίς, -ίδος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. μυοσωτίς].