παρωτίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (οὖς)
A tumour of the parotid gland, Dsc.2.80, Gal. 16.484, etc.
2 lobe of the ear, Lyc. 1402.
3 lock of hair or curl by the ear, Poll.2.28.
4 Archit., = οὖς II.2, ornament depending from the end of the ὑπέρθυρον, λίθοι παρωτίδες Rev.Phil.44.250 (Didyma, ii B.C.), cf. Vitr.4.6.4.
German (Pape)
[Seite 530] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.
Greek (Liddell-Scott)
παρωτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) ὁ ἀδὴν ὁ παρὰ τὸ οὖς ἢ μᾶλλον ἐξοίδησις τοῦ ἀδένος τούτου, «παρωτίδες εἰσὶ παρὰ τοῖς ὠσὶν ἀποστήματα, ταῦτα ἔνιοι διοσκούρους ἐκάλεσαν· ἐπὶ πυρετοῖς γινόμεναι τὰ πολλὰ τῶν πυρετῶν ἀπαλλάσσουσι» Γαληνοῦ Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 440, § τὸ β΄ ἔκδ. Kühn. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ὠτός, Λυκόφρ. 1402. 3) βόστρυχος τριχῶν παρὰ τὸ οὖς, Πολυδ. Β΄, 28. 4) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, κόσμημά τι ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὑπερθύρου (ὡσαύτως καλούμενον ἀγκών), Βιτρούβ. 4. 6, 4 (Schneider)· πρβλ. οὖς ΙΙ. 2.