πάγκρεας

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκρεας Medium diacritics: πάγκρεας Low diacritics: πάγκρεας Capitals: ΠΑΓΚΡΕΑΣ
Transliteration A: pánkreas Transliteration B: pankreas Transliteration C: pagkreas Beta Code: pa/gkreas

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sweetbread, pancreas, Arist.HA514b11, Ruf. Onom.175, Gal.UP5.2.
II nickname given by Timo to the sceptic Pyrrho, Timo 31 (nisi leg. τὸ πᾶν κρέας).

German (Pape)

[Seite 436] ατος, τό, die Gekrösedrüse; Arist. H. A. 3, 4; Medic. Nach D. L. 4, 33 gab Timon dem Skeptiker Pyrrhon diesen Spottnamen.

Russian (Dvoretsky)

πάγκρεας: ᾰτος τό поджелудочная железа Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκρεας: τό, «ἡ παρὰ τὴν πρώτην τοῦ ἐντέρου ἔκφυσιν κειμένη σὰρξ διαπίμελος καὶ ἀδενώδης πάγκρεας» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 5, πρβλ. καλλίκρεας. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα, ὅπερ ἀπέδιδε τῷ Πύρρωνι ὁ Τίμων, Διογ. Λαέρ. 4. 33.

Greek Monolingual

το (Α πάγκρεας, -ατος) αδένας όλων τών σπονδυλοζώων ο οποίος λειτουργεί τόσο ως εξωκρινής, εκκρίνοντας πεπτικά ένζυμα στο έντερο, όσο και ως ενδοκρινής, εκκρίνοντας τις ορμόνες ινσουλίνη και γλυκαγόνη στο αίμα
αρχ.
σκωπτικός χαρακτηρισμός του φιλοσόφου Πύρρωνος από τον Τίμωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρέας (πρβλ. αρτόκρεας)].