πεντεβάλανος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → copulation, sexual intercourse, intercourse for the purpose of bearing children

Source
(31)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentevalanos
|Transliteration C=pentevalanos
|Beta Code=penteba/lanos
|Beta Code=penteba/lanos
|Definition=[βᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with five wards</b>, κλειδίον <span class="title">IG</span>22.1533.27 (iv B.C.).</span>
|Definition=[βᾰ], ον, [[with five wards]], κλειδίον ''IG''22.1533.27 (iv B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] βαλάνους, δηλ. [[πέντε]] καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν [[μέσα]] από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην [[παραστάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[βάλανος]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[πέντε]] βαλάνους, δηλ. [[πέντε]] καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν [[μέσα]] από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην [[παραστάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[βάλανος]] ([[πρβλ]]. [[μονοβάλανος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεβάλᾰνος Medium diacritics: πεντεβάλανος Low diacritics: πεντεβάλανος Capitals: ΠΕΝΤΕΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: pentebálanos Transliteration B: pentebalanos Transliteration C: pentevalanos Beta Code: penteba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ], ον, with five wards, κλειδίον IG22.1533.27 (iv B.C.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή του ξύλινου μοχλού, της αμπάρας της θύρας, και τον στερεώνουν στην παραστάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + βάλανος (πρβλ. μονοβάλανος)].