μονοβάλανος

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοβάλᾰνος Medium diacritics: μονοβάλανος Low diacritics: μονοβάλανος Capitals: ΜΟΝΟΒΑΛΑΝΟΣ
Transliteration A: monobálanos Transliteration B: monobalanos Transliteration C: monovalanos Beta Code: monoba/lanos

English (LSJ)

[βᾰ] κλείς, a key with one ward (v. βάλανος II.4), Sch.Ar.Th.430.

German (Pape)

[Seite 202] κλείς, Schlüssel mit einem Haken, den Riegel aufzuschieben, Suid., Schol. Ar. Th.

Greek (Liddell-Scott)

μονοβάλανος: κλείς, κλειδίον μὲ ἕνα μόνον ὀδόντα (ὅρα βάλανος ΙΙ, 3), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 423.

Greek Monolingual

μονοβάλανος, -ον (Α)
(για κλειδί) αυτός που έχει μία μόνο βάλανο. [ΕΤΥΜΟΛ < μον(ο)- + βάλανος «σίδερο που τοποθετείται στον μοχλό της θύρας»].