περιπλέον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(32)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> περισσότερο από το [[πρέπον]] ή το κανονικό, επί [[πλέον]], ως εκ περισσού<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>το [[περιπλέον]]<br />[[καθετί]] που υπερβαίνει ένα καθορισμένο [[μέτρο]], [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[περιπλέον]] του [[περίπλεος]].
|mltxt=Ν<br /><b>1.</b> <b>επίρρ.</b> περισσότερο από το [[πρέπον]] ή το κανονικό, επί [[πλέον]], ως εκ περισσού<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[περιπλέον]]<br />[[καθετί]] που υπερβαίνει ένα καθορισμένο [[μέτρο]], [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[περιπλέον]] του [[περίπλεος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

Ν
1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού
2. ως ουσ. το περιπλέον
καθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον του περίπλεος.