πινακίδιο: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(32)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πινακίδιον]], ΝΜΑ [[πινακίς]], -[[ίδος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[πινάκιο]] από [[χαρτόνι]] ή [[χαρτί]] στο οποίο σημειώνεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τριπλότυπη [[κατάσταση]], στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μικρή [[πινακίδα]] για [[γραφή]], δελτάριο.
|mltxt=το / [[πινακίδιον]], ΝΜΑ [[πινακίς]], -ίδος]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[πινάκιο]] από [[χαρτόνι]] ή [[χαρτί]] στο οποίο σημειώνεται [[κάτι]]<br /><b>2.</b> τριπλότυπη [[κατάσταση]], στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μικρή [[πινακίδα]] για [[γραφή]], δελτάριο.
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

το / πινακίδιον, ΝΜΑ πινακίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι
2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές
μσν.-αρχ.
μικρή πινακίδα για γραφή, δελτάριο.