προκαταπαύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(34)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokatapayo
|Transliteration C=prokatapayo
|Beta Code=prokatapau/w
|Beta Code=prokatapau/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to cease before</b>, τινος <b class="b2">from . .</b>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>18.99</span>; but <b class="b3">π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου</b> <b class="b2">before</b> the moderate amount, Gal.6.286.</span>
|Definition=[[cause to cease before]], τινος [[from]]…, Lib.''Or.''18.99; but <b class="b3">π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου</b> [[before]] the [[moderate]] [[amount]], Gal.6.286.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>).
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταπαύω Medium diacritics: προκαταπαύω Low diacritics: προκαταπαύω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΠΑΥΩ
Transliteration A: prokatapaúō Transliteration B: prokatapauō Transliteration C: prokatapayo Beta Code: prokatapau/w

English (LSJ)

cause to cease before, τινος from…, Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.

Greek Monolingual

Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).