πρωτομάστορας: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(35) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πρωτομάστορης, ο, Ν<br /><b>1.</b> ο [[πρώτος]] τών μαστόρων, ο [[αρχιτεχνίτης]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] [[κτίστης]]-[[τεχνίτης]] που αναλαμβάνει εργολαβικώς την [[εκτέλεση]] ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το [[κιβούρι]]», δημ. [[τραγούδι]]). | |mltxt=[[πρωτομάστορας]] και [[πρωτομάστορης]], ο, Ν<br /><b>1.</b> ο [[πρώτος]] τών μαστόρων, ο [[αρχιτεχνίτης]]<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] [[κτίστης]]-[[τεχνίτης]] που αναλαμβάνει εργολαβικώς την [[εκτέλεση]] ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το [[κιβούρι]]», δημ. [[τραγούδι]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 26 March 2024
Greek Monolingual
πρωτομάστορας και πρωτομάστορης, ο, Ν
1. ο πρώτος τών μαστόρων, ο αρχιτεχνίτης
2. έμπειρος κτίστης-τεχνίτης που αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση ενός έργου («βρίσκει τον πρωτομάστορη κι έκανε το κιβούρι», δημ. τραγούδι).