πώρος: Difference between revisions
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(35) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[πῶρος]], ΝΑ, και | |mltxt=ο / [[πῶρος]], ΝΑ, και ποῦρος Α<br />ο [[πωρόλιθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> οστέινη και χόνδρινη [[ουσία]] που σχηματίζει συνδετική [[γέφυρα]] [[ανάμεσα]] στα [[άκρα]] ενός οστικού κατάγματος [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της αποκατάστασης<br /><b>2.</b> η [[πέτρα]] τών δοντιών, η [[τρυγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταλακτίτης]] σπηλαίου («[[πῶρος]]<br />[[ἀπολίθωσις]] ὑγρῶν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρα]] στην ουροδόχο [[κύστη]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για αρθρώσεις που πάσχουν από [[αρθρίτιδα]]) [[πωρώδης]] [[σύσταση]] («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ [[αἷμα]] ἐν τῷ σώματι [[πύον]], ἐκ δὲ τοῦ πύου [[πῶρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πῶροι</i><br />λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η [[σύνδεση]] της με ακκαδ. <i>pulu</i> δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο / πῶρος, ΝΑ, και ποῦρος Α
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
1. ιατρ. οστέινη και χόνδρινη ουσία που σχηματίζει συνδετική γέφυρα ανάμεσα στα άκρα ενός οστικού κατάγματος κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης
2. η πέτρα τών δοντιών, η τρυγία
αρχ.
1. σταλακτίτης σπηλαίου («πῶρος
ἀπολίθωσις ὑγρῶν», Ησύχ.)
2. πέτρα στην ουροδόχο κύστη
3. (ιδίως για αρθρώσεις που πάσχουν από αρθρίτιδα) πωρώδης σύσταση («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ αἷμα ἐν τῷ σώματι πύον, ἐκ δὲ τοῦ πύου πῶρος», Αριστοτ.)
4. στον πληθ. οἱ πῶροι
λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η σύνδεση της με ακκαδ. pulu δεν θεωρείται πιθανή].