σταλακτίτης

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

και σταλαχτίτης, ο, Ν
γεωλ. επιμήκης μορφή που αποτελείται από διάφορα ορυκτά τα οποία αποτίθενται από διάλυση λόγω αργής σταγονορροής του νερού και κρέμεται από την οροφή ή τις πλευρές σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stalactite (< σταλακτός + επίθημα -ίτης, πρβλ. σταλαγμίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].