ριζηδόν: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ῥιζηδὸν ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=ῥιζηδὸν ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]]<br /><b>αρχ.</b><br />όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

ῥιζηδὸν ΝΑ
επίρρ. νεοελλ. από τη ρίζα, σύρριζα
αρχ.
όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].