ροδόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(36)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδόπεπλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κυανό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πεπλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ῥοδόπεπλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥόδον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>πρβλ.</b> [[κυανόπεπλος]], [[χρυσόπεπλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥοδόπεπλος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει ροδόχρωμο πέπλο ή ροδόχρωμο φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πέπλος (πρβλ. κυανόπεπλος, χρυσόπεπλος)].