σαλιάρης: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που του τρέχουν τα σάλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που λέει ανοησίες, [[φλύαρος]], [[σαχλός]]<br />β) (με σκωπτική [[χροιά]] και για [[άτομο]] προχωρημένης ηλικίας) αυτός που του αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάλιο]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που του τρέχουν τα σάλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που λέει ανοησίες, [[φλύαρος]], [[σαχλός]]<br />β) (με σκωπτική [[χροιά]] και για [[άτομο]] προχωρημένης ηλικίας) αυτός που του αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάλιο]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρης</i> (<b>πρβλ.</b> [[γκρινιάρης]], [[ζημιάρης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. εκείνος που του τρέχουν τα σάλια
2. μτφ. α) αυτός που λέει ανοησίες, φλύαρος, σαχλός
β) (με σκωπτική χροιά και για άτομο προχωρημένης ηλικίας) αυτός που του αρέσει ή που συνηθίζει να ερωτοτροπεί με νεαρές γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλιο (Ι) + κατάλ. -άρης (πρβλ. γκρινιάρης, ζημιάρης)].