ρωχμός: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ῥωγμός]], ὁ, Α<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰωχμός]]). Ο τ. [[ῥωγμός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ῥωγμός]], ὁ, Α<br />[[ρήγμα]], [[σχισμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>- και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>- <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ῥώξ</i>, <i>ῥωγός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σμός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἰωχμός]]). Ο τ. [[ῥωγμός]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].<br /> <b>(II)</b><br />και [[ῥοχμός]] και [[ῥωγμός]] και [[ῥογμός]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]] [[αναπνοή]], [[ροχάλισμα]]<br /><b>2.</b> το [[ρέψιμο]] («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώχω]]. Ο τ. [[ῥωχμός]] εμφανίζει και παρλλ. τύπους [[ῥωγμός]] και [[ῥοχμός]] και [[ῥογμός]], που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (<b>βλ. λ.</b> [[ρέγχω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και ῥωγμός, ὁ, Α
ρήγμα, σχισμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥωκ-σμός, με σίγηση του -σ- και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ- < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα -σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].
(II)
και ῥοχμός και ῥωγμός και ῥογμός, ὁ, Α
1. θορυβώδης αναπνοή, ροχάλισμα
2. το ρέψιμο («ῥωχμοὶ τῶν τροφῶν ἀποσεσαγμέναι», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥώχω. Ο τ. ῥωχμός εμφανίζει και παρλλ. τύπους ῥωγμός και ῥοχμός και ῥογμός, που ερμηνεύονται ώς προϊόντα ονοματοποιίας (βλ. λ. ρέγχω)].