σιαγόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=siagonion | |Transliteration C=siagonion | ||
|Beta Code=siago/nion | |Beta Code=siago/nion | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[σιηγόνιον]], τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[the parts under]] or [[near-the jaw]], Hp.''Morb.''2.26, [[LXX]] ''De.''18.3.<br><span class="bld">II</span> [[cheek-piece]], [[side-piece]], in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.''Poliorc.''183.3, 188.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[σιηγόνιον]], τὸ, Α [[σιαγών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[σιαγών]]<br /><b>2.</b> το πλάγιο [[τμήμα]] στρατιωτικής μηχανής<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σιαγόνια</i><br />τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] ή [[κοντά]] σ' αυτό. | |mltxt=και ιων. τ. [[σιηγόνιον]], τὸ, Α [[σιαγών]], -<i>όνος</i>]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[σιαγών]]<br /><b>2.</b> το πλάγιο [[τμήμα]] στρατιωτικής μηχανής<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σιαγόνια</i><br />τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] ή [[κοντά]] σ' αυτό. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. σιηγόνιον, τό, in plural,
A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXX De.18.3.
II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.
German (Pape)
[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).
Greek Monolingual
και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen.