σιδεράδικο: Difference between revisions
From LSJ
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαστήριο]] κατεργασίας σιδήρου, [[σιδηρουργείο]]<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης σιδερικών, [[σιδηροπωλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιδεράς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδικο</i> ( | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> [[εργαστήριο]] κατεργασίας σιδήρου, [[σιδηρουργείο]]<br /><b>2.</b> [[κατάστημα]] πώλησης σιδερικών, [[σιδηροπωλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιδεράς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδικο</i> ([[πρβλ]]. [[γαλατάδικο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:11, 11 May 2023
Greek Monolingual
το, Ν
1. εργαστήριο κατεργασίας σιδήρου, σιδηρουργείο
2. κατάστημα πώλησης σιδερικών, σιδηροπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδεράς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατάδικο)].