σκιάξιμο: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκιάζω]] (II), [[εκφοβισμός]], [[τρόμαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσκιαξα</i> του [[σκιάζω]] (ΙΙ) «[[φοβίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κράξ</i>-<i>ιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκιάζω]] (II), [[εκφοβισμός]], [[τρόμαγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>έσκιαξα</i> του [[σκιάζω]] (ΙΙ) «[[φοβίζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[κράξιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κράξιμο)].