σκυτεία: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skyteia
|Transliteration C=skyteia
|Beta Code=skutei/a
|Beta Code=skutei/a
|Definition=Ion. σκῡτ-είη, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shoemaking</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>53</span> (<b class="b3">σκυτίης</b> cod. B), <span class="bibl">Poll.7.80</span>; also σ. τέχνη <span class="bibl">Man.4.321</span>.</span>
|Definition=Ion. [[σκυτείη]], ἡ, [[shoemaking]], Hp.''Art.''53 ([[σκυτίης]] cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῡτεία''': ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 80· [[ὡσαύτως]], σκ. [[τέχνη]], Μανέθων 4. 321.
|lstext='''σκῡτεία''': ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), Πολυδ. Ζ΄, 80· [[ὡσαύτως]], σκ. [[τέχνη]], Μανέθων 4. 321.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και σκυτείη, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[τέχνη]] της επεξεργασίας του δέρματος για την [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]] («[[σκυτεία]] [[τέχνη]]», Μαν.).
|mltxt=και σκυτείη, ἡ, Α [[σκυτεύω]]<br />η [[τέχνη]] της επεξεργασίας του δέρματος για την [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], [[υποδηματοποιία]] («[[σκυτεία]] [[τέχνη]]», Μαν.).
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτεία Medium diacritics: σκυτεία Low diacritics: σκυτεία Capitals: ΣΚΥΤΕΙΑ
Transliteration A: skyteía Transliteration B: skyteia Transliteration C: skyteia Beta Code: skutei/a

English (LSJ)

Ion. σκυτείη, ἡ, shoemaking, Hp.Art.53 (σκυτίης cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεία: ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), Πολυδ. Ζ΄, 80· ὡσαύτως, σκ. τέχνη, Μανέθων 4. 321.

Greek Monolingual

και σκυτείη, ἡ, Α σκυτεύω
η τέχνη της επεξεργασίας του δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιίασκυτεία τέχνη», Μαν.).