στορεστής: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(38)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[επίστρωση]], ταπετσιέρης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φέρνει [[γαλήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>ἐστόρεσα</i> του αρχ. [[στόρνυμι]] (<b>πρβλ.</b> μτγν. [[στορέννυμι]])].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[επίστρωση]], ταπετσιέρης<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φέρνει [[γαλήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>ἐστόρεσα</i> του αρχ. [[στόρνυμι]] (<b>πρβλ.</b> μτγν. [[στορέννυμι]])].
}}
{{elru
|elrutext='''στορεστής:''' οῦ ὁ [[усмиритель]], [[укротитель]] (τῆς ζάλης Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 08:10, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

στορεστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ. Ι., ζάλης Ἀνθ. Π. 1. 118.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης
αρχ.
αυτός που φέρνει γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα του αρχ. στόρνυμι (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)].

Russian (Dvoretsky)

στορεστής: οῦ ὁ усмиритель, укротитель (τῆς ζάλης Anth.).