στρατολογώ: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[συγκεντρώνω]] και [[κατατάσσω]] στρατευσίμους στον στρατό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[προσελκύω]] συνεργάτες ή οπαδούς σε μια [[πολιτική]] ή κοινωνική [[οργάνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] (<b>πρβλ.</b> <i>σταχυο</i>-[[λογώ]])].
|mltxt=στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[συγκεντρώνω]] και [[κατατάσσω]] στρατευσίμους στον στρατό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (συν. με αρνητική σημ.) [[προσελκύω]] συνεργάτες ή οπαδούς σε μια [[πολιτική]] ή κοινωνική [[οργάνωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]] ([[πρβλ]]. [[σταχυολογώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 8 May 2023

Greek Monolingual

στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ
συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λογώ (πρβλ. σταχυολογώ)].