στροφέας: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[στροφεύς]], -έως, ΝΑ<br /><b>1.</b> ο [[ανώτατος]] [[σπόνδυλος]] του αυχένα, αλλ. άτλας ή [[επιστροφέας]]<br /><b>2.</b> [[θηλυκωτήρι]] το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και [[πάνω]] στο οποίο, [[καθώς]] αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, [[γίγγλυμος]], κν. [[μεντεσές]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό [[τμήμα]] [[γύρω]] από το οποίο ένα [[εξάρτημα]] δέχεται μια [[περιστροφή]], [[στρόφιγγα]]<br />β) το στρεφόμενο [[τμήμα]] άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται [[πάνω]] στο [[έδρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τμήμα]] παγίδας για νυφίτσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ραφ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ο / [[στροφεύς]], -έως, ΝΑ<br /><b>1.</b> ο [[ανώτατος]] [[σπόνδυλος]] του αυχένα, αλλ. άτλας ή [[επιστροφέας]]<br /><b>2.</b> [[θηλυκωτήρι]] το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και [[πάνω]] στο οποίο, [[καθώς]] αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, [[γίγγλυμος]], κν. [[μεντεσές]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> α) κυλινδρικό [[τμήμα]] [[γύρω]] από το οποίο ένα [[εξάρτημα]] δέχεται μια [[περιστροφή]], [[στρόφιγγα]]<br />β) το στρεφόμενο [[τμήμα]] άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται [[πάνω]] στο [[έδρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τμήμα]] παγίδας για νυφίτσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ραφεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / στροφεύς, -έως, ΝΑ
1. ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα, αλλ. άτλας ή επιστροφέας
2. θηλυκωτήρι το οποίο συνέχει τα θυρόφυλλα με τους παραστάτες και πάνω στο οποίο, καθώς αυτά στρέφονται, ανοίγουν και κλείνουν, γίγγλυμος, κν. μεντεσές
νεοελλ.
τεχνολ. α) κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο ένα εξάρτημα δέχεται μια περιστροφή, στρόφιγγα
β) το στρεφόμενο τμήμα άξονα ή ατράκτου το οποίο στηρίζεται πάνω στο έδρανο
αρχ.
τμήμα παγίδας για νυφίτσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. ραφεύς)].