συγκατοικώ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ [[συγκάτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλον στο ίδιο [[σπίτι]], [[είμαι]] [[συγκάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] [[μαζί]] με άλλους στην [[ίδια]] [[χώρα]] («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνυπάρχω]] («[[γέρων]] γέρο ντι συγκατῴκησεν [[πίνος]]», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ συγκάτοικος
νεοελλ.
κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος
αρχ.
1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῖν Σινωπεῡσι», Πλούτ.)
2. μτφ. συνυπάρχωγέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος», Σοφ.).