συγκατασπώ: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 19:25, 27 September 2022
Greek Monolingual
-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].