συγκολλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκόλληση («συγκολλητική διεργασία»)
2. κατάλληλος για συγκόλληση («συγκολλητικές ουσίες»)
3. φρ. α) «συγκολλητικές γλώσσες»
γλωσσ. γλώσσες, όπως είναι η Τουρκική, η Ουγγρική, η Σουαχίλι κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, κατά την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως είναι τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται ούτε συγχωνεύονται με το ριζικό θέμα, όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα σύνολο που αντιστοιχεί με λέξη ή φράση
β) «συγκολλητικό κράμα»
(μεταλργ.) κράμα με βάση τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή θερμοκρασία και χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση δύο μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκολλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].