συμπτωματολογία: Difference between revisions
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κλάδος]] της φυτοπαθολογίας ο [[οποίος]] έχει ως [[αντικείμενο]] την [[περιγραφή]] και [[κατάταξη]] τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύμπτωμα]], -<i>ώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό <i>Λόγιος [[Ερμής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:45, 27 September 2022
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. το σύνολο τών νοσηρών φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών, που χαρακτηρίζουν μια νόσο
2. (φυτοπαθολ.) κλάδος της φυτοπαθολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την περιγραφή και κατάταξη τών συμπτωμάτων που εμφανίζουν οι ασθένειες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμπτωμα, -ώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].