υλωρός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑλωρός]], ΝΑ, και [[ὑληωρός]] και [[ὑληώρης]] Α<br />(παλ. [[λόγιος]] όρος) ο [[φύλακας]] του δάσους, [[δασοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άρχοντας]] στον οποίο είχε ανατεθεί η [[φύλαξη]] τών δασών ( | |mltxt=ο / [[ὑλωρός]], ΝΑ, και [[ὑληωρός]] και [[ὑληώρης]] Α<br />(παλ. [[λόγιος]] όρος) ο [[φύλακας]] του δάσους, [[δασοφύλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άρχοντας]] στον οποίο είχε ανατεθεί η [[φύλαξη]] τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ορώ</i>), [[πρβλ]]. [[θυρωρός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο / ὑλωρός, ΝΑ, και ὑληωρός και ὑληώρης Α
(παλ. λόγιος όρος) ο φύλακας του δάσους, δασοφύλακας
αρχ.
άρχοντας στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη τών δασών («καλοῦσι δὲ τοὺς ἄρχοντας τούτους, οἱ μὲν ἀγρονόμους, οἱ δὲ ὑλωρούς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ωρός (βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρωρός].