χαριτόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(46)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />πλασμένος με χαρίσματα, [[γεμάτος]] χαρίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πηλό</i>-<i>πλαστος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ραμπαγάς</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />πλασμένος με χαρίσματα, [[γεμάτος]] χαρίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] ([[πρβλ]]. [[πηλόπλαστος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ραμπαγάς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πλασμένος με χαρίσματα, γεμάτος χαρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + πλαστός (πρβλ. πηλόπλαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].