χαριτόπλαστος

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
πλασμένος με χαρίσματα, γεμάτος χαρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + πλαστός (πρβλ. πηλόπλαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ραμπαγάς].