σφουγγαρίστρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(40)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> όργανο καθαρισμού του πατώματος που μοιάζει με [[σκούπα]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] ασχολούμενη με το [[σφουγγάρισμα]] δαπέδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφουγγαρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κουδαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> όργανο καθαρισμού του πατώματος που μοιάζει με [[σκούπα]]<br /><b>2.</b> [[γυναίκα]] ασχολούμενη με το [[σφουγγάρισμα]] δαπέδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφουγγαρίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κουδαρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. όργανο καθαρισμού του πατώματος που μοιάζει με σκούπα
2. γυναίκα ασχολούμενη με το σφουγγάρισμα δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγαρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουδαρίστρα)].