ὑδροχόη: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(42)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑδροχόη]], ΝΜΑ, και μτγν<br />τ. [[ὑδροχόα]] Α<br />[[αυλάκι]], [[οχετός]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) [[είδος]] δοχείου με το οποίο έχυναν [[νερό]] στη [[λεκάνη]] του νιπτήρα, [[κανάτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χοή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>χόη</i>].
|mltxt=η / [[ὑδροχόη]], ΝΜΑ, και μτγν<br />τ. [[ὑδροχόα]] Α<br />[[αυλάκι]], [[οχετός]] νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) [[είδος]] δοχείου με το οποίο έχυναν [[νερό]] στη [[λεκάνη]] του νιπτήρα, [[κανάτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χοή</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[οἰνοχόη]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1174] ἡ, Wasserguß, Gosse, Wassergraben, Wasserleitung, Sp.

Greek Monolingual

η / ὑδροχόη, ΝΜΑ, και μτγν
τ. ὑδροχόα Α
αυλάκι, οχετός νερού
νεοελλ.
(παλαιότερα) είδος δοχείου με το οποίο έχυναν νερό στη λεκάνη του νιπτήρα, κανάτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοή (< χέω), πρβλ. οἰνοχόη].